- δακτυλοσκοπικός
- -ή, -όαυτός που αναφέρεται ή έχει σχέση με τη δακτυλοσκοπία: Έγινε δακτυλοσκοπική εξέταση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δακτυλοσκοπικός — ή, ό όποιος ανήκει ή αναφέρεται στη δακτυλοσκοπία … Dictionary of Greek